συναύγεια

συναύγεια
συναύγεια
meeting of the rays of sight from the eye
fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναύγεια — ἡ, Α 1. ο συναυγασμός* 2. (ιδίως στην πλατων, φιλοσ.) η συνάντηση τών οπτικών ακτίνων τού οφθαλμού με τις ακτίνες τού φωτός που εκπέμπει το ορώμενο αντικείμενο, από την οποία παράγεται το φως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αύγεια (< αυγής < αὐγή),… …   Dictionary of Greek

  • συναύγειαν — συναύγεια meeting of the rays of sight from the eye fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Дэйли, Росс — Росс Дэйли Основная информация Дата рождения …   Википедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”